-
1 ἔξω
a to the outside, outwardsτὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83
b prep. c. gen., outwithκαὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.47
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39 γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν his words are at one with his thoughts I. 6.72 ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω (Mitscherlich: ἔξωθεν codd.) fr. 124. 6. -
2 ἀγών
ἀγών [ᾰ], ῶνος, ὁ, [dialect] Aeol. [full] ἄγωνος, ου, ὁ, Alc.121 (also [name] E.ap.Sch.Il. Oxy.1087.60); Elean dat. pl.A : ([etym.] ἄγω):—gathering, assembly,ἵζανεν εὐρὺν ἀ. Il.23.258
;λῦτο δ' ἀ. 24.1
, cf. Od.8.200;νεῶν ἐν ἀγῶνι Il.15.428
, cf. Eust.1335.57: esp. assembly met to see games, freq. in Il.23; Ὑπερβορέων ἀ. Pi P.10.30;κοινοὺς ἀ. θέντες A. Ag. 845
.2 place of contest, lists, course,βήτην ἐς μέσσον ἀ. Il.23.685
, cf. 531, Od.8.260, Hes.Sc. 312, Pi.P.9.114, and esp. Th.5.50: prov., ἔξω ἀγῶνος out of the lists or course, i.e. beside the mark, Pi. P.1.44, Luc.Anach.21: pl.,κατ' ἀγῶνας Od.8.259
.II assembly of the Greeks at the national games,ὁ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀ. Hdt.6.127
;ὁ Ὀλυμπικὸς ἀ. Ar.Pl. 583
;Ἑλλάδος πρόσχημ' ἀ. S.El. 682
, cf. 699:— hence, contest for a prize at the games, ἀ. γυμνικός, ἱππικός, μουσικός, Hdt.2.91, Pl.Lg. 658a, Ar.Pl. 1163, cf. Th.3.104;οἱ τῶν λαμπάδων ἀ. Arist.Ath.57.1
; ἀ. τῶν ἀνδρῶν contest in which the chorus was composed of men, opp. to παίδων or ἀγενείων (q.v.), D.21.18, etc.; ἀ. στεφανηφόρος or στεφανίτης contest where the prize is a crown, Hdt.5.102, Arist.Rh. 1357a19; ἀ. χάλκεος, where it is a shield of brass, Pi.N.10.22;ἀ. θεματικός IG14.739
([place name] Naples);ἀργυρίτης δωρίτης Plu.2.820d
:—hence many phrases, ἀγῶνα καταστῆσαι establish a contest, Isoc.4.1;τιθέναι Hdt.5.8
;ποιεῖν Th.3.104
;οὐ λόγων τοὺς ἀ. προθήσοντες Id.3.67
;προηγόρευέ τε ἀγῶνας καὶ ἆθλα προυτίθει X. Cyr.8.2.26
;προκαλούμενος ἑαυτὸν εἰς ἀ. Id.Mem.2.3.17
; τοὺς ἀ. νικᾶν ib.3.7.1;ἐν τοῖς ἀγῶσι Isoc.15.301
; of contests in general,εἰς ἀ. λόγων ἀφικέσθαι τινί Pl.Prt. 335a
; πρὸς τίν' ἀγῶνας τιθέμεσθ' ἀρετῆς; E. Ion 863 (lyr.);ἀ. σοφίας Ar.Ra. 883
.III generally, struggle, πολλοὺς ἀ. ἐξιών, of Hercules, S.Tr. 159;ξιφηφόρος ἀ. A.Ch. 584
;εἰς ἀ. τῷδε συμπεσὼν μάχης S.Tr.20
, etc;ὁ Φίλιππος, πρὸς ὀν ἦν ἡμῖν ὁ ἀ. D.18.67
;ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀ. Hdt.7.11
; ἀληθείην ἀσκέειν ἀ. μέγιστος ib. 209: pl.,πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων Epicur.Sent.21
;ἄπορος ἀ. Lys.7.2
;ὅπλων ἔκειτ' ἀ. πέρι S.Aj. 936
; and without περί, τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων ἀ. ib. 1240; ψυχῆς ἀ. τὸν προκείμενον πέρι struggle for life and death, E.Or. 847, cf. Ph. 1330;πολλοὺς ἀ. δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν Hdt.8.102
;λόγων γὰρ οὐ.. ἁγών, ἀλλὰ σῆς ψυχῆς πέρι S.El. 1492
, cf.infr.5.2 battle, action, Th.2.89, etc.3 action at law, trial, Antipho 6.21, etc., cf. A.Eu. 677, 744; , R. 494e;περὶ τῆς ψυχῆς εἰς ἀγῶνα καταστῆσαί τινα X.Lac.8.4
.4 speech delivered in court or before an assembly or ruler,πρεσβευτικοὶ ἀ. Plb.9.32.4
;τοὺς ἐπιφανεστάτους εἰρηκότος ἀ. τούς τε δικανικοὺς καὶ τοὺς δημηγορικούς D.H.Amm.1.3
, cf. OGI567 (Attalia, ii A.D.);ἀ. ἐσχηματισμένοι D.H. Rh.8.1
, al.b Rhet., main argument of a speech (opp.προοίμιον, ἐπίλογος), in pl., Syr.in Hermog.2.111, 170R., cf. Proll. Hermog.ap. Rh.4.12 W.5 metaph., οὐ λόγων ἔθ' ἁγών now is not the time for words, E.Ph. 588; οὐχ ἕδρας ἀ. 'tis no time for sitting still, Id.Or. 1291; ἀ. πρόφασιν οὐ δέχεται the crisis admits no dallying, Ar.Fr. 331, cf. Pl.Cra. 421d, Lg. 751d; μέγας ὁ ἀ... τὸ χρηστὸν ἢ κακὸν γενέσθαι the issue is great.., Id.R. 608b, cf. E.Med. 235; οὐ περί τινος ὁ ἀ. the question is not about.., Th.3.44.6 mental struggle, anxiety, Th.7.71, Plb.4.56.4, Ep.Col.2.1: in pl.,τρόμοι καὶ ἀ. Plu. Sol.7
.b of speakers, vehemence, power, Longin.15.1, cf. 26.3.IV personified, Ἀγών, divinity of the contest, Paus.5.26.3. -
3 ἀγών
ᾰγών (ἀγών, -ῶνος, -ῶνι, -ῶνα; -ῶνες, -ώνων, -ῶνας.)a meeting place, gathering ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (τὸ ἀθρόισμα. Σ.) P. 10.30 ἀγῶναΛοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
b athletic contest, gamesμηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν O. 1.7
τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων O. 7.84
φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76
οἶον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων ἀμφ ἀργυρίδεσσιν contest against his elders. O. 9.90 ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός the Olympiad. O. 10.24 Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (ὡς καὶ ἐν Αἰγίνᾳ Ἡραιῶν ἀγομένων κατὰ μίμησιν τοῦ ἐν Ἄργει ἀγῶνος. ἄποικοι γὰρ Ἀργείων. Δίδυμος δὲ φησὶ τὰ Ἑκατόμβαια αὐτὸν νῦν λέγειν ἐπιχώριον ἀγῶνα Αἰγινητῶν διὰ τὴν συγγένειαν. Σ.) P. 8.79 ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (coni. Hartung: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.16ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.47
ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσόων μνστῆρ' ἀγώνων P. 12.24
ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίαις δέδεκται πρῶτον N. 2.4
ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (i. e. in the Nemean festival. ἀγῶνι with τὰ οἴκοι. Σ.) N. 2.24 Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών (τοῦ Νεμεαίου ἀγῶνος ἔφορος ὁ Ζεύς. Σ.) N. 3.65 Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα (λέγει δὲ τοῦ Νεμεακοῦ, Κλεωναῖοι γὰρ αὐτὸν διέθηκαν. Σ.) N. 4.17 Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου i. e. at Isthmian games. N. 4.87πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν i. e. the Hekatombaia at Argos in honour of Hera, where the prize was a bronze shield. N. 10.22 ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (sc. Διόσκουροι.) N. 10.52 ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (i. e. individual contests.) I. 1.18 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν the Alkathoia at Megara I. 8.67 τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (“potius ad O. 1.81 referendum”, Snell) ?fr. 342.c place of contestἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
-
4 βάλλω
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετ(ε); βάλλων: aor. (ἔ) βᾰλε(ν), (ἔ)βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετ(ο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away O. 1.58ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) P. 1.74 εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμα” P. 4.43 ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met.,ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.36
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων P. 8.77
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον ( ἔλαβον v. l.) N. 11.30 πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon O. 13.89 met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.89μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) N. 1.18 & therefore, crown,χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
c cast away, lose cf. O. 1.58 οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες)κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39
d med.,I cast (anchor), met.ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met.,βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) N. 1.8e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v.ἐμβάλλω O. 7.44
τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v.ἐπιβάλλω P. 11.14
]πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ Pae. 15.6
f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7. -
5 φέρω
φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.Aἤφεραν IG3.1379
), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.φέρτε Il.9.171
; [ per.] 2sg. subj. ; [ per.] 3sg. subj.φέρῃσι Il.18.308
, Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.φερέμεν Il.9.411
, al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.φέρον 3.245
; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.II [tense] fut.οἴσω Il.7.82
, etc.; [dialect] Dor.οἰσῶ Theoc.3.11
; [ per.] 1pl.οἰσεῦμες Id.15.133
; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.οἶσε Od.22.106
, 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;οἰσέτω Il.19.173
, Od.8.255; [ per.] 3pl.οἰσόντων Antim.15
; inf.οἴσειν Pi.P.4.102
, [dialect] Ep.οἰσέμεν Od.3.429
,οἰσέμεναι Il.3.120
, Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.οἶσαι Ph.1.611
codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.οἴσομαι Il.22.217
, S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7
, al.): [tense] fut. [voice] Pass.οἰσθήσομαι D.44.45
, Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.προοῖσται Luc.Par.2
; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg. (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, butἤνεγκα S.El. 13
, E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dualδι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b
; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37
, al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg. , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg. (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; butἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33
, 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847
: subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg. , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, butἐνέγκοι Id.Fr.84
(anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf. , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.ἐνεγκών Pi.I.8(7).21
, S.El. 692, Th.6.56, etc.,ἐνέγκας IG22.1361.21
([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we findἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53
, and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper. ); [ per.] 2sg. , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg. , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b
, ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188
: part.ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131
, ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.ἔνεικε Od.21.178
, inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.ἀν-ένεικα Od.11.625
; [ per.] 2sg.ἀπ-ένεικας Il.14.255
; [ per.] 3sg.ἤνεικε Od.18.300
, al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.ἔνεικε Il.15.705
, al.; [ per.] 1pl.ἐνείκαμεν Od.24.43
; [ per.] 3pl.ἤνεικαν Hdt.3.30
, [dialect] Ep.ἔνεικαν Il.9.306
; imper. [ per.] 2sg.ἔνεικον Anacr.62.3
; [ per.] 2pl.,ἐνείκατε Od. 8.393
; [ per.] 3pl.ἐνεικάντων Schwyzer 688
B 3 (Chios, v B. C.); inf.ἐνεῖκαι Il.18.334
, Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.ἐνείκην Alc.Oxy.1788
Fr.15ii 20; part.ἐνείκας Il.17.39
, ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22
(Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.ἀν-ενείκατο Il.19.314
; [ per.] 3pl.ἠνείκαντο 9.127
, Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.ἐνεικάμενος Alc.35.4
.2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.ἤνικε IG42(1).121.110
(Epid., iv B. C.); Bi11 (Delph., iv B. C.);ἀν-ήνικε IG4.757A12
, al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl. Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49
(Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381
,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12
(2).526a5 (Eresus, iv B. C.).b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.εἴνιξαν IG7.2418.24
(Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.V other tenses: [tense] pf.ἐνήνοχα D.21.108
, 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12
, Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.ἠνέχθην X.An.4.7.12
and freq. in compds.; [dialect] Ion.ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66
, etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115
(Epid., iv B. C.); Hellenisticἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42
(iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111
(Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150
(Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53
(Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d
,εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340
;ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4
; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37
; [dialect] Att. [tense] plpf.προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20
; part.κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2
, Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)A [voice] Act.,I bear or carry a load,ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568
;μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303
;ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622
;χοάς A.Ch.15
;φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564
;χερσὶν φ. Id.Ant. 429
;φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14
; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς); ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531
(lyr.);γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581
, cf. Supp. 994;καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930
codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφονβάσιν φ. Id.Tr. 967
(lyr.).II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362
; πρόσω φ. ib. 369;εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444
, cf. Pl.Lg. 914b;πόδες φέρον Il.6.514
;πέδιλα τά μιν φέρον 24.341
, etc.; of horses, 2.838;ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232
, etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17
.b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.2 of wind, bear along, [πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26
; [σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330
, cf. 4.516, Il.19.378, etc.;ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300
, 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d
;φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023
, cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.III endure, suffer,λυγρά Od.18.135
;ἄτην Hdt.1.32
; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;ξυμφοράς Th.2.60
; ; also of food,ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21
; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2
: metaph.,ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a
.2 freq. with modal words,πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82
; ;ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31
;θυμῷ φ. Id.5.80
;χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13
: esp. with an Adv., [ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215
; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36
;αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104
;συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35
;ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d
, al.;εὐπετῶς φ. S.Fr. 585
, X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck) ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155
, cf. Ar.Th. 385, etc.;φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93
;ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a
: c. gen.,τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77
, cf. 2.62;ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21
, cf. Isoc.12.232;πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55
: c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.IV bring, fetch,εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196
;φ. ἄποινα Il.24.502
;ἄρνε 3
, 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;ἔντεα Il.18.191
;τόξα Od.21.359
; ; , etc.;γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131
:—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,ποδάνιπτρα Od.19.504
;οἶνον Alc.35
, cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282
; fetch, Od.2.410;χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470
.2 bring, offer, present,δῶρα Od.8.428
, etc.;μέλος Pi.P.2.3
; ;φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602
;πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31
; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572
, Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.b = ἄγω iv. 1,ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7
; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1
.3 bring, produce, cause, [ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31
;ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283
, cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132
, cf. 8.516; ;θάνατον φ. B.5.134
;τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c
; ;τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135
(lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13
(Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,παραδείγματα Isoc.7.6
, etc.;πάσας αἰτίας D.58.22
;ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10
:—[voice] Pass.,εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3
.4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;λόγον Pi.P.8.38
;ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781
, cf. Tr. 493;ἐπιστολήν X.Ages.8.3
: hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248
(troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,λόγους φ. E.Supp. 583
; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9
:—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);δασμόν X.An.5.5.10
; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19
;μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12
(but usu., receive, draw, pay,μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66
; ;αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17
, cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2
, cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35
.6 apply, refer, , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45
;ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7
, cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,φ. χορηγόν D.20.130
, 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.; (ii B. C.);τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13
, al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785
(lyr.).V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229
;ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110
; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139
;γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5
, cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91
; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4
; also of living beings,τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c
;ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1
; one's country,Hld.
2.29, Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (alsoἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202
); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25
; [τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9
;φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14
.VI carry off or away,Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302
;φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429
, 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;αἶγα λέοντε φ. 13.199
; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11
; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.ἄγω 1.3
), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37
;ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17
;κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10
(Tamynae, iv B. C.);αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128
; of a divorced wife,αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2
; φέρειν alone, rob, plunder, ;ἀλλήλους Th.1.7
; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759
:—[voice] Med. in same sense,ἔναρα Il.22.245
;πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856
;ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124
, cf. 15.378.3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308
;φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657
; ; ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651
;ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590
; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e
: also, receive one's due,φ. χάριν S.OT 764
; ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968
A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217
; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538; ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): henceοὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104
; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129; ; ;χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9
;φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2
; ;εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969
;δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638
;ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266
(lyr.);ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131
: generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97
: hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.VII abs., of roads or ways, lead to a place,ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122
, cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31
;ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15
; ;ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24
(but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.2 of a district or tract of country, stretch, extend to or towards, φέρειν ἐπί orἐς θάλασσαν Hdt.4.99
; ἐς τὴν μεσόγαιαν ib. 100;πρὸς νότον Id.7.201
; ἡ ἀπὸ δυσμῶν αὐτῆς (sc. τῆς Κιμβρικῆς)καὶ ἐπὶ τὸν Ἄλβιν φέρουσα Ptol.Geog.2.11.2
, cf. 3.3 metaph., lead to or towards, be conducive to,ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10
;τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90
; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991; : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)ταῦτα ποιέειν Hdt.3
. 134; soτὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31
;τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562
(lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d
; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.b point to, refer to a thing,ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120
; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159; , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;πρός τινας Pl.R. 538c
;ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120
; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79
: c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223
; use a word,οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6
, cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63
: more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e
; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104
(v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11
;κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60
(Pergam., ii B. C.); are in use,Ptol.
Geog.7.4.11; of literary works, to be in circulation,ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a
, cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.1 before another imper.,φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296
(anap.);φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534
;φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b
; soφέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127
.2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14
;φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4
;φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361
, cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300
.3 before a rhetorical question,φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571
;φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788
(anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phraseφέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218
;φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183
, cf. Antipho 5.36; alsoφ. δή Pl.Grg. 455a
, al.: usu. first in a sentence, butτὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c
, etc.5 φέρε c. inf., suppose, grant that..φ. λέγειν τινά Plu.2.98b
; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47
P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή); εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73
(Pall.).2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e
, cf. R. 345b; soὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24
; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8
.b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159
; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν
hurling themselves,Plb.
1.17.8;εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82
; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27
, cf. Ach.Tat.1.7;σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24
;τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3
, cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24
, cf. Per.7; , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456
B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513
, cf. 16.665, 17.131;τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798
, cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a
;πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d
;τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520
;ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c
;φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b
; simply, move, go,ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309
(anap.); , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.
ap. Aët.9.12;πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19
: metaph.,εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729
;πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b
, cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30
; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b
;ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89
.3 of voluntary and impulsive motion,ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172
; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37
;φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23
;ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59
;φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18
.II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074
;κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25
;εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17
; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60
;φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5
;χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6
; of euphonious writing,σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26
.2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3. -
6 ἄκων
1 javelin, shaft.a lit.ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
“ οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιντιμὰν δάσασθαι” P. 4.148 ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) P. 9.20χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.45
ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.69
b met. of poetry. cf. N. 7.71ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b. -
7 ἀμεύομαι
1 surpass ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (v. l. ἀμεύσεσθ) P. 1.45 ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον (- σασθαι Bergk.) fr. 23. -
8 δονέω
1 shakea lit., brandishἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων P. 1.44
b of sound, stir up, make to quiverἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.81
pass.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
c frighten, disturb ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι μάστιγι Πει-θοῦς P. 4.219
Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν ( δοναθεῖσα coni. Tricl.) P. 6.36τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56
d frag. ] ενδεδονημ[ fr. 51f. b. ]δ[ο]νευντι[ (“sed δ[ι]ν- potius”, Snell) Δ. 4e. 5. -
9 μή
μή neg.1 in principal cl.a c. pres. or aor. impv.μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ O. 7.92
μὴ βαλέτω O. 8.55
μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40
μὴ παρίει καλά P. 1.86
μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
τῶ σε μὴ λαθέτω P. 5.23
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14
μὴ φθόνει κόμπον I. 5.24
ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 3. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει fr. 215. 4. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω fr. 240. add. μήτε, in emphasis,μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.43
cf. P. 4.99b c. pres. or aor. opt., in wishes.μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29
μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
c c. aor. subj., in prohibitions.μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24
μὴ δολωθῇς P. 1.92
ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν fr. 205. 2.d c. inf. pro impv. μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1.2 in subord. cl.,a c. inf.ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς, μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185
πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
ἐκέλευσεν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.66
εὔχομαι μὴ θέμεν O. 8.86
παραγορεῖτο μή ποτε ταξιοῦσθαι O. 9.77
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώ-των ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
ἔστι δὲ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40
χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν fr. 42. 1.ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115
[ἐγγυάσομαι μή μιν μηδ ἀφίξεσθαι (codd.: μὴ μὲν Hartung: ὔμμιν de Jongh e Σ.) O. 11.17] with litotes,ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές O. 8.24
ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν Ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12
add. art.,ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60
cf. N. 5.14b in protasis of conditional sentence.εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108
εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε O. 12.16
εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
c in final cl.,Iὡς... κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37
IIὅπως... ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω μόλοι N. 3.62
IIIὄφρα... ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62
IV where the conjunction is omitted c. opt.ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν O. 9.60
ὁμοῖα, Κρόνιδαι μάκαρες, διδοῖτ' μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120
c. subj. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (W. Schulze: -στήσης, -στήσῃ codd., Σ.) P. 4.155εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
d in rel. cl.I c. ind.ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ P. 9.87
ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται fr. 123. 4.II c. subj. ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίαςἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18
ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἶκος Παρθ. 1. 16.3 c. part., adj.a “ ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιάναις εἰπὲ γένναν” P. 4.99, cf. N. 8.4, 2a supra.b where the phrase is equivalent to a general rel. cl., cf. 2d supra. τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 adΔ. 2. ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31
c αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον ( and which was perhaps unjustly undertaken: “μή... ut ad... subiectivum quod dicunt iudicium suum rem revocaret”, Boeckh) N. 5.144 fragg. ]μή μο[ι Πα. 7B. 7. ] μὴ φ[ P. Oxy. 1792, fr. 8. -
10 παλάμα
πᾰλᾰμα (-ᾳ, -αι, -ᾶν, -αισι.)a handἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων P. 1.44
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
b met., art, skillἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.40
esp. dat. s. & pl.,σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ O. 9.25
θεοῦ σὺν παλάμᾳ (v. l. παλάμαις) O. 10.21.Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν P. 1.48
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65
παντέχνοις Ἁφαίστου παλάμαις Pae. 8.66
-
11 ῥίπτω
a cast, hurlἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους P. 1.45
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν P. 3.57
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν (ἀπεσείσατο καὶ κατέστρεψε Σ.) I. 7.44 δέ μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47. μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν ( ἔρρειψεν Π, corr. Lobel) Πα. 2. 12. ]ριπτομεν[ fr. 111a. 2. ἔρ]ριψεν (] ρειψεν Π: corr. et supp. Lobel) Θρ. 4. 3.b utter cf. ἀπορρίπτω. ῥερῖφθαι ἔπος (παρὰ τῷ Πινδάρῳ· τὸ ῥ ἀναδιπλασιασθὲν κατὰ τὴν ποιητικὴν ἐξουσίαν Herodian 2. 789. 45L.) fr. 318.c in tmesis ἀπὸ ῥῖψον (v. ἀπορρίπτω) O. 9.36 ἀπὸ ῥίψαις (v. ἀπορρίπτω) P. 4.232 -
12 ὡσείτε
1 as it were indicating a metaphorἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
“ κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.112 [ ὡσείτε (codd.: ὥτε Boeckh) N. 7.71] -
13 ἐξαγώνιος
A beside the mark, irrelevant, Aeschin. ap. AB 260;ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.Anach.19
; cf.ἀγών 1.2
.II excluded from competition, Ph.2.60; = ἔξω τοῦ ἀγῶνος ὤν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγώνιος